- συνηγόρευον
- συναγορεύωadvocateimperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)συναγορεύωadvocateimperf ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγορεύω — Α 1. αγορεύω από κοινού με κάποιον 2. συμβουλεύω να γίνει κάτι 3. συμφωνώ να γίνει κάτι («ἐκ τούτου πολλοὶ συνηγόρευον στρατιὰν ποιεῑν», Ξεν.) 4. υπερασπίζω, υποστηρίζω («συναγορεύειν τῇ συμμαχίᾳ», Αριστοτ.) 5. συμφωνώ («συναγορεύειν τοῑς κακῶς… … Dictionary of Greek